- συμβουλεύει
- συμβουλεύωadvisepres ind mp 2nd sgσυμβουλεύωadvisepres ind act 3rd sgσυμβουλεύωadvisepres ind mp 2nd sgσυμβουλεύωadvisepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηγερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, προστάτιδα των πηγών και των γυναικών κατά τον τοκετό στη ρωμαϊκή μυθολογία. Σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε σύζυγος και σύμβουλος του βασιλιά Νουμά Πομπιλίου. Μετά τον θάνατό του η H., βαθύτατα λυπημένη, αποσύρθηκε… … Dictionary of Greek
δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… … Dictionary of Greek
θεομήστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Τριήραρχος. Καταγόταν από τη Σάμο και πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας στο πλευρό των Περσών εναντίον των Σπαρτιατών. Για τη βοήθειά του αυτή οι Πέρσες τον διόρισαν τύραννο της Σάμου. * * * θεομήστωρ, ορός, ὁ (Α) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
κακοσύμβουλος — κακοσύμβουλος, ον (Α) αυτός που συμβουλεύει κακά, απατηλός, δόλιος … Dictionary of Greek
καλοσυμβούλευτον — καλοσυμβούλευτον, τὸ (Μ) [καλοσυμβουλεύω] το να συμβουλεύει κανείς σωστά … Dictionary of Greek
καλοσύμβουλος — καλοσύμβουλος, ον (Α) αυτός που συμβουλεύει τα καλά, που προτρέπει και οδηγεί στο καλό … Dictionary of Greek
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… … Dictionary of Greek
μαχοσύμβουλος — μαχοσύμβουλος, ὁ (Α) αυτός που συμβουλεύει να γίνει μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχη + σύμβουλος] … Dictionary of Greek
μητίετα — μητίετα, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός 2. (ως επίθ. τού Δία) πάνσοφος, επινοητικός («μητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. *μητῖτα < μῆτις… … Dictionary of Greek